- ἀμυγδάλης
- ἀμυγδάληalmondfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμυγδαλῆς — ἀμύγδαλος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… … Dictionary of Greek
Λακέρειας, δήμος — Νέος δήμος (1.763 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αμυγδαλής, Ανατολής, Δήμητρας, Καστρίου και Μαρμαρίνης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Δήμητρα … Dictionary of Greek
Μουζακίου, δήμος — Δήμος του νομού Καρδίτσης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αμυγδαλής, Ανθοχωρίου, Βατσουνιάς, Γελάνθης, Δρακότρυπας, Ελληνοκάστρου, Κρυοπηγής, Λαζαρίνας,… … Dictionary of Greek